δισήμαντος

δισήμαντος
-η, -ο
ο δίσημος, αυτός που έχει δύο σημασίες: Η σημασία των δισήμαντων ή πολυσήμαντων λέξεων καθορίζεται κάθε φορά από τα συμφραζόμενα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δισήμαντος — η, ο αυτός που έχει δύο σημασίες, διφορούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισ (βλ. δις) + σημαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”