- δισήμαντος
- -η, -οο δίσημος, αυτός που έχει δύο σημασίες: Η σημασία των δισήμαντων ή πολυσήμαντων λέξεων καθορίζεται κάθε φορά από τα συμφραζόμενα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.